συνταγολογία

συνταγολογία
η рецептура

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συνταγολογία" в других словарях:

  • συνταγολογία — η, Ν (φαρμ.) τμήμα τής φαρμακευτικής επιστήμης που αναφέρεται στις συνταγές, στους κανόνες τής σύνταξης τους και στους κανόνες παρασκευής τών φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • συνταγολογία — η κλάδος της φαρμακολογίας σχετικός με τις ιατρικές συνταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Ζαβιτσάνος, Γεώργιος — I (1838 – 1893). Χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Αρχικά έγινε υφηγητής (1863) και αργότερα καθηγητής (1875) της φαρμακευτικής χημείας και συνταγολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής …   Dictionary of Greek

  • Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»